Που το ναδίρ ευθεία κάτω, ακολουθείς τες ταπέλλες για Υπερπέραν. Προσπερνάς την έξοδο για το Πυρ το Εξώτερον τζιαι φτάνεις στα Τάρταρα. Κάπου τζιαμέ σε ένα που τα μαειρκά θα έβρεις τζιαι τη φωτογένεια μου. Τωρά γιατί μου εθθύμισα το «Θα πάρω μιαν ανηφοριά» (μες το παλάτι θα γυρνώ / μέχρι να βρω το θρόνο / βασίλισσα μια μόνο / να κάθεται σ’ αυτό); Πάει το επίπεδο με το οποίο ξεκίνησα.
Που λες... όπως έλεγα, λοιπόν, εγώ τζιαι η φωτογένειά μου είμαστε ο Δαίμων τζιαι ο Φυττίας. (Επίτηδες έβαλα την αντιστοιχία έτσι, ώστε να μεν είμαι εγώ ο Φυττής. Προτιμώ τον Δαίμων).
Κάπου έθελα να καταλήξω με τούντο ποστ αλλά ήδη απομυζήθηκα που τούτους τους υπέροχους συνειρμούς.
Α, ναι. Ότι παρόλο που δεν κουτσιώ φωτογραφία, εντούτοις μέσα μας βαθειά για σένα μια λαχτάρα πάντα ζει μου πιστεύκω ότι άμα βρεθεί ένα πλάσμα με φανταστικές ικανότητες και βλάγκαν μεράκκι στη φωτογράφηση, μπορώ τζι εγώ να έχω ΜΙΑΝ φωτογραφία στην οποία να θωρκούμαι άνευ σκόρτων τζιαι λιβανίσματος.
So κιστώ τζιαι λυπούμαι που κάποιες φάσεις απείρης ομορφιάς εξατμίζουνται στην ατμόσφαιρα ενώ θα μου άρεσκε να τες έχω αναρτημένες μαυρόασπρες μες το σπίτι:
- που βαστά τη φάτσα μου με τα θκυο του shέρκα ο Ούτποτ τζιαι κολλά το μέτωπόν του πας τα μμάθκια μου
- που απλώνει πάνω μου όπως τον αυτοκράτορα τζιαι θωρούμε μίκιμάους
- γενικώς που ερωτοτροπούμε με τον Ούτποτ
- η φάση που ο Άθρωπ εν στα άκρα του τόξου που σχηματίζει η κούνια (μα πώς το επερίγραψα έτσι σιόρ; Εννοώ άμα φτάσει τέλεια ψηλά με την κούνια)
- που αλλάσσουμε το πανί του Ούτποτ τζιαι έχουμε τζιαι οι τρεις (ούτποτ, άθρωπ, εγώ) φάτσα «πππουυυφφφφφφφφ!!! ζόλοςςς» (μεγάλη η πρόκληση για τον φωτογράφο η φάτσα μου δαμέ)
- που κουρρώνει spooning-style ο άθρωπ πάνω μου για να τζοιμηθεί
- που του ψυθιρίζω μες το ζυνίshι τζιαι καρκαλιέται
- που του λαλώ πελλάρες τζιαι φίρνεται
- που ζητώ του Ούτποτ να «κάμει τα ματάκια του» τζιαι κάμνει κάτι θεϊκά ύφη τζιαι τζιυλιούμαστε που το γέλιο
- μες το αυτοκίνητο που τρώμε ο καθένας το παγωτό του τζιαι ο Ούτποτ το χωνάκι το όφκερο
- μες το αυτοκίνητο που εν νυσταμένοι τζιαι οι θκυο τζι εν όπως τους Αρκάες
- που φκαίννουμεν εξω να δούμε το φεγγαράκι
- που τραγουδώ του Ούτποτ τζιαι κάμνει τα shέρκα του (κουλλουράκια, ίτσι πίτσι σπάιτερ, πίρι πίρι το παπίρι)
- που κρατώ τον Ούτποτ τζιαι ποταβρίζεται να μου δείξει την πορεία που θέλει να χαράξουμε
Και άλλα.
Ο εν λόγω φωτογράφος καλείται να έχει το μνημειώδες ταλέντο να με φκάλλει που πίσω ή πλάγια αλλά χωρίς να φαίνεται η μουτταρκά μου ενώ η απέραντη ομορφιά μου να αφήνεται στη φαντασία του θεατή.
Sigh.
Τέσπα.