»

Thursday, September 20, 2012

Όσα δεν φτάνει ο φτωχός

(είσαστε δαμέ ακόμα;)

Νευριάζει με η εξιδανίκευση της φτώshειας (καλά, μεν φανταστείς ότι κάμνω τζιαι στριπτίζ φκάλλει με που τα ρούχα μου, απλά εν μου αρέσκει). Δηλαδή, εν συμφωνώ ότι όποιος εν φτωχός εν τζιαι τίμιος τζιαι γενναιόδωρος (ωχ εμυρίσαν σουβλάκια, άσχετο) ενώ όποιος εν πλούσιος εν παραπόττης τζιαι στίντζιης (έshει έτσι λέξη όντως, οξά νομίζω ότι έshει επειδή ξέρω την στα αγγλικά;).

Ακούω πολλές φορές να λαλούν «τζι εμείς είμασταν φτωshοί, τζιαι τι επάθαμε;», «τζι εμείς εστερηθήκαμε, τι επάθαμε;», «τζι εμείς ετρώαμεν ξύλο, τι επάθαμε;», «τζι εμείς ετρώαμεν χώματα, τι επάθαμε;». Ε τι έπαθες ρε βλακάκι; Έπρεπε να πεθάνεις δηλαδή για να θεωρείται ότι έπαθες κάτι; Τάχα είσαι τέλειος τωρά, εν σου έντζιησεν με η φτώshεια με το ξύλο με η κακοριζιτζιά;

Εμπορούσε να ήσουν έστω τσας διαφορετικός όμως αν δεν έτρωες τζι έστηννες. Εμπορούσε να ήσουν έστω τσας νακκουρίν διαφορετικός αν δεν ήσουν φτωχός τζιαι πεινασμένος.

Εμεγάλωσα τζι εγώ με κάποιες στερήσεις. Τες οποίες θυμούμαι ακόμα.

Κύβο του ρούμπικ έφερεν μου ο άης βασίλης αφού είshεν φύει που την μόδα (ο κύβος) τζιαι ούλλοι τωρά είχαν πυραμιδέ «κύβο» του ρούμπικ.

LA Gear, επίσης, απέκτησα αφού εφεύκαν που τη μόδα τζιαι εν ήταν τζιαι τέλλεια τέλλεια όπως των άλλων – είχαν διπλά ράμματα αντί πενταπλά. Ευτυχώς που είχαν το dog tag τζι εκρέμμετουν που πάνω τζι έσωζεν την κατάσταση.

Σε κάποια φάση απέκτησα τζιαι μια μπάρμπι. Είχα μόνο μια τζιαι ήταν σγουρή. Το «φυσιολογικό» ήταν να έshεις 5-6 μπάρμπι με ίσια μακριά μαλλιά (συν Κεν συν σπίθκια, shύλλους κτλ). Όι σίντυ, μπάρμπι.

Τζιαι για να ολοκληρώσουμε τη λίστα με τα παιγνίθκια που είχα στη ζωή μου, όταν ήμουν 10 χρονών έφερεν μου ο άης βασίλης «φιδομαχίες», ένα επιτραπέζιο. Θυμούμαι το γιατί την ίδια χρονιά έφερεν του αρφού μου ποδηλατούι τζιαι με μιαν κίνηση ματ έμαθα για την ανυπαρξία του (είπα το σε κάποια μπλογκς παλιά, ότι επήα να τεστάρω τους γονιούς μου αν εν τζείνοι που μας τα εγοράσαν τζι ερώτησα τους για το ποδηλατούι «πόσα ήταν; *wink*» τζιαι είπαν μου 10 λίρες) :ζ

Ξέρω, ακούουνται λλίο «είμασταν πάρα πολλά φτωshοί: ο κηπουρός μας ήταν φτωχός, ο σωφέρης μας ήταν φτωχός, η δασκάλα του πιάνου ήταν φτωshή, η υπηρέτρια ήταν φτωshή…». Blah.

Α, εθυμμήθηκα, επίσης, ότι στο δημοτικό ήταν της μόδας οι φράντζες οι ξανισμένες, όσο πιο ψηλές τόσο πιο τακκέ. Ε έθελες λάκαν για να κάμεις έτσι πράμαν. Ούτε ετόλμουν να ζητήσω λάκαν της μάνας μου. Έτσι, είτε εφύλαξα είτε –πιθανότερο- έκλεψα κάποιες μπακκίρες τζι εγόρασα λάκα. Έχωννα την να μεν την δει η μάνα μου τζιαι επίτουν την τραβώντας παράλληλα τον νεαγάρα φωλλς. Άμαν με ερώταν ίνταλος εκατσάρωσα έτσι τα μαλλιά μου, έσυρνα της μιαν βαρέλλα ότι ιμίsh εν με ΞΥΣΜΑ ΣΑΠΟΥΝΙΟΥ, επιστήμονα μου εσύ.

Point is, η «φτώshεια» επλήγωννεν με (τζι ακόμα δεν ήταν φτώshεια τύπου δεν έχω να φάω τζιαι δεν έχω σόπα το χειμώνα). Μου επροκαλούσε και μου προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα. Μέχρι σήμερα, τες μέρες που διατελώ φτωshή (εν αναμονή του επόμενου μισθού) εν μπορώ να είμαι τελείως ευτυχής. Νιώθω ζήλια τζιαι κτήτζιασμα στο σούπερμαρκετ όταν ο άλλος τρουλλώνει το καρότσι του με ληξιά τζιαι εισαγώμενες ακριβές πελλάρες, τη στιγμή που εγώ έπιασα ένα μόνο κουτί μωρομάντηλα γιατί δεν με εκανούσαν τα λεφτά να πιάσω το 2+1 δωρεάν. Νιώθω πολλά σκάρτα όταν μπαίνω στο Lidl τζιαι κάμνω ότι μιλώ στο τηλέφωνο για να μεν με αρπάξουν οι εράνοι στην είσοδο. Εμένα η φτώshεια δεν με κάμνει καλύττερο άνθρωπο.

Θαυμάζω πραγματικά τους ολιγαρκείς τζιαι μακάρι να ήμουν έτσι. Εγώ, όμως, θέλω αφθονία. Όχι κατ’ ανάγκην χρημάτων, αλλά ίσως τζιαμέ καταλήγουμε. Πιστεύκω ότι η λύση στην οικονομική κρίση δεν είναι η μείωση των επιθυμιών μου αλλά η αύξηση των εισοδημάτων μου. Όταν έχω οικονομική άνεση, βοηθώ τζείνους που θέλω, όσο θέλω τζι όποτε θέλω. Τζιαι έρκεται τζιαι σε μένα αφθονία συναισθημάτων, που εν το μέγα ζητούμενο: ηθική ικανοποίηση, γενναιοδωρία, fulfilment.

Ο πλούσιος, συνήθως ο αυτοδημιούργητος και συνήθως ο από humble beginnings, νιώθει ευγνώμων για όσα έshει τζιαι θέλει να δώσει πίσω στον κόσμο. Όχι όλοι, ούτε καν η πλειοψηφία. Άκυρο καλό. Γιατί εν πιο εύκολο, λέει, να ρέξει ο κάμηλος που την τρύπα της βελόνας παρά ο πλούσιος στον Παράδεισο.

Εγώ εννάμαι ο πλούσιος ο καλός :)

Με τα «τραύματα» που επαράθεσα πιο πριν, εν εννοώ ότι τα δικά μου κοπελλούθκια δεν θα ξέρουν τι έχουν, αλλά ότι έshει τζι άλλους τρόπους να μάθουν περί οικονομικής διαχείρισης, εγκράτειας και ευγνωμοσύνης, χωρίς να πεινάσουν.

Point is (uh? déjà vu), η εξιδανίκευση της φτώshειας τζιαι η ισοπέδωση της ευμάρειας (μα άε λέξη) ακούουνται μου πολλά «κρεμαστάρια» (βλ. γνωμικό με αλουπό).

Εδίπλωσα τα λλίο απότομα, αλλά έshει ώρα που γράφω τζιαι εζζόφφωσεν ο φακός μου.