Που ήμουν μιτσιά, ο παππούς μου ήταν πελεκάνος.
Μεν αρκέψεις πάλε.
Oκ.
To studio του ήταν πεταμένο έξω στην αυλή - στοίβες ξύλα, σανίθκια, οροσειρές (πο)ρουκανίθκια, τζιαι φυσικά τζείνος ο πάγκος με τα τορνοσμιριλιομηχανήματα πάνω που δεν ξέρω πώς τα λαλούν. Στο σημείο αυτό, μεν περιμένετε να σας περιγράψω ρομαντικές ρετρό εικόνες με τον παππού μου να τορνάρει (εν τζιαι ξέρω τι σημαίνει, απλά ακούεται μου ωσάν κάτι που θα έκαμνε ένας πελεκάνος. Εγώ ξέρω μόνο το τορνερό, τορνεράι!) τζι εμένα δίπλα να του τανώ.
Εν πολλά λλία τζιαι συγκεκριμένα τα πράματα που θυμούμαι που την παιδική μου ηλικία.
Μετά που τούτο το φαινομενικά ξεκάρφωτο σχόλιο, συνεχίζουμε.
Τζείνο που θυμούμαι γιατί ιντρίγκαρεν με για μέεερες τζιαι μέερες, εν το ότι "ροκανίθκια τζιαι νερό κάμνουν υγρό" [των πιάτων]. Εν θυμούμαι ποια ιδιοφυία το είπε. Μπορεί να είπε κάτι παρόμοιο ο παππούς μου (που είναι ιδιοφυία) σε κανένα ανιψιό μου τζιαι ώσπου νάρτει το χαπάρι σε μένα, εγίνην ίνναμπογίνην. Όπως το τηλέφωνο.
Θυμούμαι να βάλλω ροκανίθκια σε ένα μπανιούι σιδερένιο, τζιαι να καταλιώ μέσα το υγρό της γιαγιάς μου τζιαι να τα ανακατώνω. Έβαλα μέσα "έτοιμο" υγρό για να κόφκω στράτα. Είχα ένα feeling ότι αν βάλω μέσα νερό σκέττο έθθα ενωθούν τα υλικά, άρα we need a sticky substance. Εννοείται ότι εν εγίνετουν τίποτε.
Θυμούμαι που εσκέφτηκα ότι μπορεί ναν λαφαζανιές τούτη η κουβέντα τζι ότι επροσπάθησα να μαντέψω ποια θα μπορούσε να ήταν η βάση της (πριν την μετάλλαξη). Ήμουν δευτέρα δημοτικού αλόπως, τζιαι ήταν επίκαιρο το "Φύτεψτε δέντρα στην πλαγιά εκείιιι, νά πρασινίσει όληγή...". Ήξερα, thus, ότι που τα δέντρα κάμνουμε χαρτί. (Έshει μωρό που ΕΝ εδιερωτήθηκε ΠΩΣ γίνεται το δέντρο χαρτί, οξά είμαι εγώ ο analytic της παρέας;;)
Ξαφνικά, είδα τα βουνάρκα από ροκανίθκια με άλλο μάτι. Με τζείνο που τα είδα τζιαι όταν τα φαντάστηκα να γίνονται υγρό των πιάτων γιόρκι. "Εννάχω δικές μου κόλλες!! arf arf arf ARF"
Τζιαι δώστου να γύρνω μέσα υγρό τζιαι να τα πιττακώνω να γινούν κόλλες τζιαι να διερωτούμαι πώς εννα γίνουν άσπρα - με το πολλύν νεκάτωμα άραγε;
Τζίφος και πάλι, εννοείται.
Πρέπει να επαραιτήθηκα προδομένη, αλλά αντί να σκέφτουμαι ότι ήταν λαφαζανιά η όλη κουβέντα που άκουσα, εσκέφτουμουν απλώς ότι εν εγώ που εν εκατάφερα να κάμω κόλλες.
Περισσότερο από δύο δεκαετίες μετά, σερφάρω στο ίττερνε από hobby site σε hobby site και αποφασίζω ότι "έννεν άshημη ιδέα να κάμω σπιτικά σαπούνια!". Γυρέφκω "συνταγές" με τη σκέψη ότι αν εν ευκολόβρετα τα υλικά, εννα κάμω! Μαθαίνω ότι το Υλικό που είναι εκ των ων ουκ άνευ, λέγεται lye.
Άτε τωρά, νάμπον τούντο πράμα πάλε. Επειδή μετάφραση εν είshεν chance να έβρω, ώστε να το ζητήσω που κάποιο κατάστημα, είπα να ακολουθήσω τα λινκς για να κάμεις lye μόνος σου.
And there it was....
Η δικαίωση.
Η μικρή Sike βρέθηκε ξανά μπροστά στο σιδερένιο μπανιούι να νεκατώνει ρουκανίθκια τζιαι υγρό...
Δέος.
Διαβάζω αμέσως: "A great article - makes it sound so easy - until you realize how much equipment and ingredients, and how involved the process is".
Τζι άλλη δικαίωση! Άρα ΕΝ ήταν λαφαζανιά η κουβέντα, απλώς εχρειάζουμουν ΕΙΔΙΚΟ EQUIPMENT τζιαι INGREDIENTS (DUH)!
Mπορεί να μεν καταλάβετε γιατί εγώ νιώθω δικαιωμένη αλλά εν με κόφτει.
Τέσπα. Το όλο δέος έκοψεν μου την όρεξη να κάμω σαπούνια, οπότε πάμε γι’ άλλα.
Mιαν τζιαι μιλούμε για σαπούνια, επίσης εν εκαταλάβαινα ποττέ τα ανέκδοτα με τους Εβραίους, απλά έξερα ότι έπρεπε να γελάσω στη φάση που ο μιτσής εφίλαν το σαπούνι-παππού για καληνύχτα. Νομίζω εν που το Fight Club που έμαθα πώς σχετίζουνται τα δυο και αργότερα με ταινίες τύπου La Vita e Bella.
Right.